- παρατρίβῃ
- παρατρί̱βῃ , παρατρίβωrub besidepres subj mp 2nd sgπαρατρί̱βῃ , παρατρίβωrub besidepres ind mp 2nd sgπαρατρί̱βῃ , παρατρίβωrub besidepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατριβή — rubbing against one another fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατριβή — ἡ, ΝΑ [παρατρίβω] τριβή ενός πράγματος με άλλο, τριβή πραγμάτων μεταξύ τους («ἐκ παρατριβῆς ξύλων εὗρον πῡρ», Φίλ.) αρχ. 1. τριβή δύο σωμάτων, συνουσία, συνεύρεση («ἐκ παρατριβῆς καὶ σπέρματος ἀνδρός», Επιφ.) 2. μτφ. προστριβή, σύγκρουση,… … Dictionary of Greek
παρατριβαῖς — παρατριβή rubbing against one another fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατριβαί — παρατριβή rubbing against one another fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατριβῆς — παρατριβή rubbing against one another fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατριβήν — παρατριβή rubbing against one another fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατριβάς — παρατριβά̱ς , παρατριβή rubbing against one another fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)